Παρασκευή 15 Δεκεμβρίου 2017

Ομιλία του Γιώργου Σεφέρη κατά την τελετή παραλαβής του Βραβείου > Νόμπελ Λογοτεχνίας,

Ομιλία του Γιώργου Σεφέρη κατά την τελετή παραλαβής του Βραβείου
 Νόμπελ Λογοτεχνίας, 11 Δεκεμβρίου 1963
 
Το πραγματικό του όνομα ήταν Γεώργιος[2] Σεφεριάδης. Γεννήθηκε στη Σμύρνη στις 13 Μαρτίου[3] του 1900 και ήταν ο πρωτότοκος γιος του Στέλιου και της Δέσπως (το γένος Γ. Τενεκίδη) Σεφεριάδη. Πριν τη γέννησή του είχε γεννηθεί ένα άλλο κοριτσάκι, η Μαρία-Ιωάννα, στις 16 Ιανουαρίου 1899, αλλά πέθανε στις 7 Μαΐου της ίδιας χρονιάς.[4] Το 1902 γεννιέται η αδελφή του η Ιωάννα και το 1905 ο Άγγελος[5] Το 1906 αρχίζει η μαθητική του εκπαίδευση στο Λύκειο Χ. Αρώνη[6]. Το 1914, εποχή κατά την οποία άρχισε να γράφει τους πρώτους στίχους του, με το ξέσπασμα του Μεγάλου Πολέμου κατά τη θερινή περίοδο του έτους, η οικογένεια μετανάστευσε στην Ελλάδα[7]. Ο Γιώργος Σεφέρης ενεγράφη στο Πρότυπο Κλασσικό Γυμνάσιο Αθηνών[8], από το οποίο αποφοίτησε τον Μάιο του 1917 με μέσο όρο 8,35/10.[9]. Εγγράφεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στις 14 Ιουλίου του 1918, η μητέρα του μαζί με τους δύο γιους και την κόρη της Ιωάννα (μετέπειτα σύζυγο Κ. Τσάτσου) μετέβη στο Παρίσι, όπου ο πατέρας τους Στέλιος εργαζόταν ως δικηγόρος Ο Στέλιος Σεφεριάδης επιθυμούσε όλη η οικογένειά του να μεταφερθεί στο Παρίσι κι ο γιος του Γιώργος να σπουδάσει στη Γαλλική πρωτεύουσα.[10]. Ο Γιώργος Σεφέρης έμεινε εκεί μέχρι το καλοκαίρι του 1924, ασχολούμενος με τη λογοτεχνία: μεταφράσεις, αναγνώσεις γάλλων κλασικών και συγγραφή ποιημάτων,[11] και αποκτώντας το πτυχίο της Νομικής, τον Οκτώβριο του 1921[12] Στη συνέχεια μεταβαίνει-τέλη Αυγούστου 1924[13], στο Λονδίνο για την τελειοποίηση των αγγλικών του εν όψει των εξετάσεων στο Υπoυργείο Εξωτερικών. Αν και επιχείρησε τελικά εγκατέλειψε την προσπάθεια απόκτησης διδακτορικού διπλώματος. [14] Τον Φεβρουάριο του 1925 επιστρέφει στην Αθήνα[15] και το 1927 διορίζεται[16] στη διπλωματική υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών ως ακόλουθος πρεσβείας



Ο διπλωμάτης και ποιητής Γιώργος Σεφέρης υπήρξε ο πρώτος Έλληνας που τιμήθηκε με Νόμπελ και συγκεκριμένα με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Στις 10 Δεκεμβρίου 1963, στην τελετή απονομής που έγινε στην Στοκχόλμη, παρέλαβε το επίζηλο βραβείο από τον βασιλιά της Σουηδίας Γουσταύο.

Ο ίδιος δήλωσε :

 Διαλέγοντας έναν Έλληνα ποιητή για το βραβείο Νομπέλ, νομίζω πως η Σουηδική Ακαδημία θέλησε να εκδηλώσει την αλληλεγγύη της με τη ζωντανή πνευματική Ελλάδα. Εννοώ: αυτή την Ελλάδα για την οποία τόσες γενεές αγωνίστηκαν, προσπαθώντας να κρατήσουν ό,τι ζωντανό από τη μακριά παράδοση της. Νομίζω, ακόμη, ότι η Σουηδική Ακαδημία θέλησε να δείξει πως η σημερινή ανθρωπότητα χρειάζεται και την ποίηση - κάθε λαού - και το ελληνικό πνεύμα.
 

 


 
Εδώ και μήνες η Ελλάδα είναι στο πραιτώριο.  Χλευάζεται και
> κατασυκοφαντείται.  Αναίσχυντοι αργυραμοιβοί την παίζουν στα ζάρια.
> Προσβάλλουν τους ανθρώπους της, αμφισβητούν την ιστορία της και τον
> πολιτισμό της. Όποια  εφημερίδα και να ανοίξεις, μας έχουν κατατάξει
> στα  «σκουπίδια». Μας θεωρούν ένα περιττό βάρος, από το οποίο
> όλοιθέλουν να απαλλαγούν, αλλά δεν ξέρουν ακόμα πώς.
> Ε, λοιπόν, η Ελλάδα δεν είναι για τα σκουπίδια!
> Δεν είμαστε  οι Έλληνες διεφθαρμένοι και τεμπέληδες. Χαβαλέδες ήμασταν
> για πολύ καιρό. Βάλαμε τον αυτόματο πιλότο. Ένας φτωχός λαός, που
> γνώρισε την αφθονία και παρασύρθηκε γιατί νόμισε πως θα κρατήσει για
> πάντα. Πίστεψε και στα «ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα» κάποιων
> αδίστακτων πολιτικάντηδων. Για την ακρίβεια ίσως στην Ελλάδα υπάρχουν
> λιγότεροι διεφθαρμένοι και τεμπέληδες απ’ ότι σε πολλές άλλες χώρες.
> Και τώρα ήρθε η ώρα του λογαριασμού. Είναι μια δύσκολη ώρα, αλλά δεν
> ήρθε το τέλος.
> Όμως, ευτυχώς ακόμα στην Ελλάδα το 15% του πληθυσμού της δεν ζει με κουπόνια.
> Ευτυχώς ακόμα στην Ελλάδα, κάθε ελληνόπουλο έχει δωρεάν πρόσβαση στο
> Πανεπιστήμιο.
> Ευτυχώς ακόμα στην Ελλάδα έχουμε ένα, έστω ημιτελές, αλλά έχουμε σύστημα υγείας.
> Ευτυχώς ακόμα στην Ελλάδα έχουμε ένα κράτος που έχει μια μεγάλη
> περιουσία. Άλλα κράτη δεν έχουν τίποτα. Αυτήν βλέπουν και
> ξερογλύφονται.
> Ευτυχώς ακόμα στην Ελλάδα οι γονείς βοηθάνε τα παιδιά τους και εκείνα
> τους γονείς τους.
> Ευτυχώς, η μικρή και φτωχή Ελλάδα δεν ήταν απούσα από καμιά μεγάλη
> μάχη για την ελευθερία. Και έδινε το είναι της, όταν οι άλλοι είχαν
> ήδη παραδώσει και την ψυχή και το πνεύμα.
> Ευτυχώς ακόμα, η Ελλάδα έχει μέλλον.
> Έβλεπα εκείνα τα κορίτσια της Εθνικής Ομάδος Πόλο, να ανεβαίνουν στον
> Όλυμπο,  μες τη «φωλιά του Δράκου», και είπα , πως  δεν χάθηκε η
> ελπίδα. Υπάρχει ακόμα το μέταλλο του νικητή.
> Η Ελλάδα έχει μέλλον, γιατί στη μακραίωνα ιστορία της κάθε μεγάλη ήττα
> και καταστροφή, αντί να την  αφανίσει, την ανάσταινε!
> Γιατί τα γράφω αυτά; Μου τηλεφώνησαν κάποιοι «φίλοι» απ’ το εξωτερικό
> και  μας ….νεκρολογούσαν! Είναι απ’ τα κοράκια που έχουν στοιχηματίσει
> στην πτώχευσή μας και ανησυχούν μήπως και χάσουν τα λεφτά τους!  Και
> βιάζονται! Τόσο πολύ θύμωσα που έκλεισα το τηλέφωνο. Ύστερα τους
> έστειλα το κείμενο που ακολουθεί….
>


Στις 10 Δεκεμβρίου, έγινε η τελετή απονομής των βραβείων Νόμπελ και το βράδυ της ίδιας ημέρα, ο Σεφέρης εκφώνησε ένα σύντομο λόγο στο δείπνο που παρατέθηκε για τους νομπελίστες στο Δημαρχείο της Στοκχόλμης, ενώ την επομένη έδωσε διάλεξη στην Σουηδική Ακαδημία. Στην ομιλία του, συνόψισε τις πεποιθήσεις του, για την άμεση και αδιάσπαστη συνέχεια της ελληνικής γλώσσας από την αρχαιότητα ως τη σημερινή εποχή: « ...Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού του, τη θάλασσα, και το φως του ήλιου. Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που τη χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. Δέχτηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται καθετί ζωντανό, αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσμα...».
Αναφέρθηκε επίσης στην αναγκαιότητα και την λειτουργία της ποίησης στο σύγχρονο κόσμο:« Είναι σημαντικό το ότι η Σουηδία θέλησε να τιμήσει και τούτη την ποίηση και όλη την ποίηση γενικά, ακόμη και όταν αναβρύζει ανάμεσα σ' ένα λαό περιορισμένο. Γιατί πιστεύω πως τούτος ο σύγχρονος κόσμος όπου ζούμε, ο τυραννισμένος από το φόβο και την ανησυχία, τη χρειάζεται την ποίηση».

Η Ομιλία

Τούτη την ώρα αισθάνομαι πως είμαι ο ίδιος μια αντίφαση. Αλήθεια, η Σουηδική Ακαδημία έκρινε πως η προσπάθειά μου σε μια γλώσσα περιλάλητη επί αιώνες, αλλά στην παρούσα μορφή της περιορισμένη, άξιζε αυτή την υψηλή διάκριση. Θέλησε να τιμήσει τη γλώσσα μου, και να – εκφράζω τώρα τις ευχαριστίες μου σε ξένη γλώσσα*. Σας παρακαλώ να μου δώσετε τη συγγνώμη που ζητώ πρώτα- πρώτα από τον εαυτό μου.
Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού του, τη θάλασσα, και το φως του ήλιου. Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που τη χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. Δέχτηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται καθετί ζωντανό, αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσμα. Άλλο χαρακτηριστικό αυτής της παράδοσης είναι η αγάπη της για την ανθρωπιά· κανόνας της είναι η δικαιοσύνη. Στην αρχαία τραγωδία, την οργανωμένη με τόση ακρίβεια, ο άνθρωπος που ξεπερνά το μέτρο πρέπει να τιμωρηθεί από τις Ερινύες. O ίδιος νόμος ισχύει και όταν ακόμη πρόκειται για φυσικά φαινόμενα: «Ήλιος ουχ υπερβήσεται μέτρα» λέει ο Ηράκλειτος· «ει δε μη, Ερινύες μιν Δίκης επίκουροι εξευρήσουσιν»**.
Συλλογίζομαι πως δεν αποκλείεται ολωσδιόλου να ωφεληθεί ένας σύγχρονος επιστήμων, αν στοχαστεί τούτο το απόφθεγμα του Ίωνα φιλοσόφου. Όσο για μένα συγκινούμαι παρατηρώντας πως η συνείδηση της δικαιοσύνης είχε τόσο πολύ διαποτίσει την ελληνική ψυχή, ώστε να γίνει κανόνας και του φυσικού κόσμου. Και ένας από τους διδασκάλους μου, των αρχών του περασμένου αιώνα, γράφει: «…θα χαθούμε, γιατί αδικήσαμε…»***. Αυτός ο άνθρωπος ήταν αγράμματος· είχε μάθει να γράφει στα τριάντα πέντε χρόνια της ηλικίας του. Αλλά στην Ελλάδα των ημερών μας, η προφορική παράδοση πηγαίνει μακριά στα περασμένα όσο και η γραπτή. Το ίδιο και η ποίηση. Είναι για μένα σημαντικό το γεγονός ότι η Σουηδία θέλησε να τιμήσει και τούτη την ποίηση και όλη την ποίηση γενικά, ακόμη και όταν αναβρύζει ανάμεσα σ' ένα λαό περιορισμένο. Γιατί πιστεύω πως τούτος ο σύγχρονος κόσμος όπου ζούμε, ο τυραννισμένος από το φόβο και την ανησυχία, τη χρειάζεται την ποίηση. Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα – και τι θα γινόμασταν, αν η πνοή μας λιγόστευε; Είναι μια πράξη εμπιστοσύνης – κι ένας Θεός το ξέρει αν τα δεινά μας δεν τα χρωστάμε στη στέρηση εμπιστοσύνης.
Παρατήρησαν, τον περασμένο χρόνο, γύρω από τούτο το τραπέζι, την πολύ μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις ανακαλύψεις της σύγχρονης επιστήμης και στη λογοτεχνία· παρατήρησαν πως ανάμεσα σ' ένα αρχαίο ελληνικό δράμα και ένα σημερινό η διαφορά είναι λίγη. Ναι, η συμπεριφορά του ανθρώπου δε μοιάζει να έχει αλλάξει βασικά. Και πρέπει να προσθέσω πως νιώθει πάντα την ανάγκη ν' ακούει τούτη την ανθρώπινη φωνή που ονομάζουμε ποίηση. Αυτή τη φωνή που κινδυνεύει να σβήσει κάθε στιγμή από στέρηση αγάπης και ολοένα ξαναγεννιέται. Κυνηγημένη, ξέρει πού να 'βρει καταφύγιο· απαρνημένη, έχει το ένστικτο να πάει να ριζώσει στους πιο απροσδόκητους τόπους. Γι' αυτή δεν υπάρχουν μεγάλα και μικρά μέρη του κόσμου. Το βασίλειό της είναι στις καρδιές όλων των ανθρώπων της γης. Έχει τη χάρη ν' αποφεύγει πάντα τη συνήθεια, αυτή τη βιομηχανία. Χρωστώ την ευγνωμοσύνη μου στη Σουηδική Ακαδημία, που ένιωσε αυτά τα πράγματα· που ένιωσε πως οι γλώσσες, οι λεγόμενες περιορισμένης χρήσης, δεν πρέπει να καταντούν φράχτες, όπου πνίγεται ο παλμός της ανθρώπινης καρδιάς· που έγινε ένας Άρειος Πάγος ικανός:
να κρίνει με αλήθεια επίσημη την άδικη μοίρα της ζωής,
για να θυμηθώ το Σέλλεϋ, τον εμπνευστή, καθώς μας λένε, του Αλφρέδου Νομπέλ, αυτού του ανθρώπου που μπόρεσε να εξαγοράσει την αναπόφευκτη βία με τη μεγαλοσύνη της καρδιάς του.
Σ' αυτό τον κόσμο, που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει ν' αναζητήσουμε τον άνθρωπο, όπου και να βρίσκεται.
Όταν, στο δρόμο της Θήβας, ο Oιδίπους συνάντησε τη Σφίγγα κι αυτή του έθεσε το αίνιγμά της, η απόκρισή του ήταν: ο άνθρωπος. Τούτη η απλή λέξη χάλασε το τέρας. Έχουμε πολλά τέρατα να καταστρέψουμε. Ας συλλογιστούμε την απόκριση του Oιδίποδα.

* Η ομιλία γράφτηκε και δόθηκε στα γαλλικά.
** «δεν πρέπει ο Ήλιος να ξεπερνάει το μέτρο· διαφορετικά, οι ίδιες οι Ερινύες θα προσφερθούν ως βοηθοί της Δικαιοσύνης»
*** Ο Σεφέρης αναφέρεται στο Μακρυγιάννη, ο οποίος όμως αποδίδει τη συγκεκριμένη φράση σε έναν Τούρκο μπέη.


> “Ἀνήκω σὲ µία χώρα µικρή.
> Ἕνα πέτρινο ἀκρωτήρι στὴ Μεσόγειο, ποὺ δὲν ἔχει ἄλλο ἀγαθὸ παρὰ τὸν
> ἀγώνα τοῦ λαοῦ, τὴ θάλασσα, καὶ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου.
> Εἶναι µικρὸς ὁ τόπος µας, ἀλλὰ ἡ παράδοσή του εἶναι τεράστια καὶ τὸ
> πράγµα ποὺ τὴ χαρακτηρίζει εἶναι ὅτι µᾶς παραδόθηκε χωρὶς διακοπή.
> Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα δὲν ἔπαψε ποτὲ της νὰ µιλιέται. Δέχτηκε τὶς
> ἀλλοιώσεις ποὺ δέχεται καθετὶ ζωντανό, ἀλλὰ δὲν παρουσιάζει κανένα
> χάσµα.
> Ἄλλο χαρακτηριστικὸ αὐτῆς τῆς παράδοσης εἶναι ἡ ἀγάπη της γιὰ τὴν
> ἀνθρωπιά, κανόνας της εἶναι ἡ δικαιοσύνη.
> Στὴν ἀρχαία τραγωδία, τὴν ὀργανωµένη µὲ τόση ἀκρίβεια, ὁ ἄνθρωπος ποὺ
> ξεπερνᾶ τὸ µέτρο, πρέπει νὰ τιµωρηθεῖ ἀπὸ τὶς Ἐρινύες.
> Ὅσο γιὰ µένα συγκινοῦµαι παρατηρώντας πὼς ἡ συνείδηση τῆς δικαιοσύνης
> εἶχε τόσο πολὺ διαποτίσει τὴν ἑλληνικὴ ψυχή, ὥστε νὰ γίνει κανόνας τοῦ
> φυσικοῦκόσµου.
> Καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς διδασκάλους µου, τῶν ἀρχῶν τοῦ περασµένου αἰώνα,
> γράφει: «… θὰ χαθοῦµε γιατί ἀδικήσαµε …».
> Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἦταν ἀγράµµατος. Εἶχε µάθει νὰ γράφει στὰ τριάντα
> πέντε χρόνια τῆς ἡλικίας του.  Ἀλλὰ στὴν Ἑλλάδα τῶν ἡµερῶν µας, ἡ
> προφορικὴ παράδοση πηγαίνει µακριὰ στὰ περασµένα ὅσο καὶ ἡ γραπτή. Τὸ
> ἴδιο καὶ ἡ ποίηση.
> Εἶναι γιὰ µένα σηµαντικὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Σουηδία θέλησε νὰ τιµήσει
> καὶ τούτη τὴν ποίηση καὶ ὅλη τὴν ποίηση γενικά, ἀκόµη καὶ ὅταν
> ἀναβρύζει ἀνάµεσα σ’ἕνα λαὸ περιορισµένο.
> Γιατί πιστεύω πὼς τοῦτος ὁ σύγχρονος κόσµος ὅπου ζοῦµε, ὁ
> τυρρανισµένος ἀπὸ τὸ φόβο καὶ τὴν ἀνησυχία, τὴ χρειάζεται τὴν ποίηση.
> Ἡ ποίηση ἔχει τὶς ρίζες της στὴν ἀνθρώπινη ἀνάσα – καὶ τί θὰ
> γινόµασταν ἂν ἡ πνοή µας λιγόστευε;
> Εἶναι µία πράξη ἐµπιστοσύνης – κι ἕνας Θεὸς τὸ ξέρει ἂν τὰ δεινά µας
> δὲν τὰ χρωστᾶµε στὴ στέρηση ἐµπιστοσύνης.
> Παρατήρησαν, τὸν περασµένο χρόνο γύρω ἀπὸ τοῦτο τὸ τραπέζι, τὴν πολὺ
> µεγάλη διαφορὰ ἀνάµεσα στὶς ἀνακαλύψεις τῆς σύγχρονης ἐπιστήµης καὶ
> στὴλογοτεχνία. παρατήρησαν πὼς ἀνάµεσα σ’ ἕνα ἀρχαῖο ἑλληνικὸ δράµα
> καὶ ἕνα σηµερινό, ἡ διαφορὰ εἶναι λίγη. Ναί, ἡ συµπεριφορὰ τοῦ
> ἀνθρώπου δὲ µοιάζει νὰἔχει ἀλλάξει βασικά. Καὶ πρέπει νὰ προσθέσω πὼς
> νιώθει πάντα τὴν ἀνάγκη ν’ ἀκούσει τούτη τὴν ἀνθρώπινη φωνὴ ποὺ
> ὀνοµάζουµε ποίηση. Αὐτὴ ἡ φωνὴ ποὺ κινδυνεύει νὰ σβήσει κάθε στιγµὴ ἀπὸ
> στέρηση ἀγάπης καὶ ὁλοένα ξαναγεννιέται. Κυνηγηµένη, ξέρει ποὺ νὰ
> ’βρει καταφύγιο, ἀπαρνηµένη, ἔχει τὸ ἔνστικτο νὰ πάει νὰ ριζώσει στοὺς
> πιὸ ἀπροσδόκητους τόπους. Γι’ αὐτὴ δὲν ὑπάρχουν µεγάλα καὶ µικρὰ µέρη
> τοῦ κόσµου. Τὸ βασίλειό της εἶναι στὶς καρδιὲς ὅλων τῶν ἀνθρώπων τῆς
> γῆς. Ἔχει τὴ χάρη ν’ ἀποφεύγει πάντα τὴ συνήθεια, αὐτὴ τὴ βιοµηχανία.
> Χρωστῶ τὴν εὐγνωµοσύνη µου στὴ Σουηδικὴ Ἀκαδηµία ποὺ ἔνιωσε αὐτὰ τὰ
> πράγµατα, ποὺ ἔνιωσε πὼς οἱ γλῶσσες, οἱ λεγόµενες περιορισµένης
> χρήσης, δὲν πρέπει νὰ καταντοῦν φράχτες ὅπου πνίγεται ὁ παλµὸς τῆς
> ἀνθρώπινης καρδιᾶς, ποὺ ἔγινε ἕνας Ἄρειος Πάγος ἱκανός νὰ κρίνει µὲ
> ἀλήθεια ἐπίσηµη τὴν ἄδικη µοίρα τῆς ζωῆς, γιὰ νὰ θυµηθῶ τὸν Σέλλεϋ,
> τὸν ἐµπνευστή, καθώς µᾶς λένε, τοῦ Ἀλφρέδου Νοµπέλ, αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου
> ποὺ µπόρεσε νὰ ἐξαγοράσει τὴνἀναπόφευκτη βία µὲ τὴ µεγαλοσύνη τῆς
> καρδιᾶς του.
> Σ’ αὐτὸ τὸν κόσµο, ποὺ ὁλοένα στενεύει, ὁ καθένας µας χρειάζεται ὅλους
> τούς ἄλλους. Πρέπει ν’ ἀναζητήσουµε τὸν ἄνθρωπο, ὅπου καὶ νὰ
> βρίσκεται.
> Ὅταν στὸ δρόµο τῆς Θήβας, ὁ Οἰδίπους συνάντησε τὴ Σφίγγα, κι αὐτὴ τοῦ
> ἔθεσε τὸ αἴνιγµά της, ἡ ἀπόκρισή του ἦταν: ὁ ἄνθρωπος. Τούτη ἡ ἁπλὴ
> λέξη χάλασε τὸ τέρας. Ἔχουµε πολλὰ τέρατα νὰ καταστρέψουµε.  Ἂς
> συλλογιστοῦµε τὴν ἀπόκριση τοῦ Οἰδίποδα.»

 
​ 
Πριν Μιλήσεις, Άκου.
 Πριν Γράψεις, Σκέψου.
 Πριν Πληγώσεις, Νιώσε.
 Πριν Μισήσεις, Αγάπησε.
Πριν  τα Παρατήσεις, Προσπάθησε.
 Μα Πριν Πεθάνεις, ΖΗΣΕ!