Πέμπτη 20 Ιουλίου 2017

Ο κ. Βαρουφάκης...πάλι στην επικαιρότητα...






Η επικαιρότητα έφερε στο προσκήνιο μέσω των ΜΜΕ τον κ. Βαρουφάκη κι εγώ δράττομαι της ευκαιρίας να σας παρουσιάσω ένα στιχούργημα που γράφτηκε σε συνεργασία με την αγαπημένη φίλη και ταλαντούχα στιχοπλόκο, Φιλία Β., την εποχή που το άστρο του κ. Βαρουφάκη μεσουρανούσε και η κ. Ζωή Κωνσταντοπούλου ήτανε Πρόεδρος της Βουλής....(και διηγώντας τα να κλαίς....στην κυριολεξία)




H νύχτα φέρνει….

Η νύχτα φέρνει έρωτα και βράδια αξημέρωτα...
οι νιόπαντροι στον τέταρτο , θηρία ανημέρωτα…
κι είναι παλιά, ανάθεμα ,η πολυκατοικία,
δεν έχει ούτε μόνωση, στα έρμα τα τοιχία…
και κάθε αναστεναγμός και βογγητό ακόμη,
ακούγεται σαν νά΄μαστε, παρέα στο σεντόνι....
Κι εκεί που είμαι έτοιμη, λιγάκι να γλαρώσω,
τινάζομαι από τις φωνές που μπήγει η κυρά Φρόσω...
«Εν εξάλλω» η κυρά Φρόσω, κατεβάζει στον Θανάση,
τα καντήλια της ζωής του, λέει, πως τώρα είναι σε φάση,
που του τρέχουνε τα σάλια σαν κοιτάει τα κοριτσάκια
στα ταμεία του σούπερ μάρκετ, και γεμίζει καροτσάκια,
τόσο που δεν έχει χώρο στο τριάρι να χωρέσουν
και τα καταπίνει ο ίδιος γιατί λέει του αρέσουν!
Κι  έτσι η μπάκα του κορόιδου, έχει γίνει σαν σωσίβιο
τόσο που η ταμίας τον βλέπει.... ολοστρόγγυλο  αμφίβιο!
Μα κι’ η γνώμη της Φροσούλας  είναι κάπως μια απ’ τα ίδια:
σαν σακί ,αυτή τον βλέπει, φουλ ως πάνω στα σκουπίδια.
Τώρα, πώς τον ενυμφεύθη....  είναι μια παλιά ιστορία….
κι από τέτοιες τραγωδίες, τίγκα η πολυκατοικία!
Πάνω που γύρισα πλευρό και ένοιωσα νυσταγμένη,
μια λιγούρα μ΄έπιασε τρελή, καταραμένη…..
έφαγα βλέπεις ελαφριά, γιαούρτι, παξιμάδι....
άρχισαν τα γουργουρητά και που να βγεί το βράδυ,
σηκώνομαι ξυπόλυτη, γραμμή για την κουζίνα,
λίγο σαλάμι και τυρί, ελιές καμιά ντουζίνα...
η ώρα πήγε δυόμισυ κι εγώ πάω στο κρεββάτι,
μα μέχρι τις τρεις και μισή....δεν έχω κλείσει μάτι….
Οι επάνω, πέντε- έξι φορές, τραβήξαν καζανάκι
και από το δρόμο ακούγεται… τέρμα…η Αρβανιτάκη…
 «Η νύχτα κατεβαίνει με μαύρο φερετζέ
 κι η πόλη διψασμένη για φώτα και σουξέεεεεε.»
εγώ όμως τι φταίωωωω, θέλω να κοιμηθώωωω,
όμως στριφογυρίζω….μήπως να σηκωθώ;
Και κάπου εκεί ακούγεται μια μελωδία φάλτσα,
ώρες είναι, ξημέρωμα, ν΄ ακούσω και την Μπάλτσα!
Αϋπνίες κι’ ο απέναντι; Χριστέ και Παναγιά μου!
βιολί να μάθει βάλθηκε στην πλάτη τη δικά μου.
Κάθε που τούρχεται, καλέ, αρπάει το δοξάρι
το τρίζει πάνω στις χορδές κι’ ο χάρος όποιον πάρει!
Στο μαξιλάρι χώνομαι, σκεπάζομαι ως πάνω
μπα, δε βαριέσαι, τέλειωσε, τον ύπνο μου τον χάνω,
και πήγε κιόλας τέσσερις, μάτια ανοιχτά σαν κιάλια,
δε βρίσκω και τη ρομπ ντε σάμπρ.... τα νεύρα μου τσατάλια.
Στο στήθος μου σφυροκοπά ανάστατη η καρδιά μου,
βαρυανασαίνω κάτωχρη και ψάχνω τα γυαλιά μου,
στην τουαλέτα εφορμώ, ίσα-ίσα που προφτάνω ,
να ξαλαφρώσω η δύστυχη,  πριν πάνω μου τα κάνω!!!
Ξαπλώνω γι άλλη μια φορά, πιο αποφασισμένη,
μέσα στα επόμενα λεπτά να είμαι….κοιμισμένη,
μετράω γίδες και τραγιά, μετράω προβατάκια,
μα ύπνος δεν λέει ναρθεί , να κλείσω τα ματάκια
κι έστω, δυό ώρες ήρεμα, να αποκοιμηθώ….
για φόρτιση μπαταριών και να μην τρελαθώ,
κι εκεί που από τα πολλά, τα βλέφαρά μου κλείνουν
και ξεκινούν τα όνειρα, παράσταση να δίνουν,
σα σίφουνας ορμητικός, πάνω στη μηχανή του,
ο Βαρουφάκης εφορμά και η Ζωή μαζί του !!!
Αυτή ουρλιάζει υστερικά, ζητάει τ΄όνομά μου,
θα μ΄απολύσει τελικά….θα χάσω τη δουλειά μου,
αυτός μου δίνει συμβουλές : « να κάνω λιτό βίο…»
τινάζομαι περιδεής, λουσμένη ιδρώτα κρύο….
Πορτοκαλί με πράσινο φορούσε η πρόεδρος μας
γιακά με ρίγα κόκκινη της “Prada” ο παίδαρος μας.
Υπάρχει πιο χειρότερος στον κόσμο εφιάλτης;
συνδυασμός του θανατά, σου λέω, μην το ψάχνεις.
Στριφογυρίζω, αγωνιώ, γαρδούμπα το σεντόνι....
πώς γίνεται; Είν’ άνοιξη κι’ ο ιδρώτας με παγώνει.
μα, να,  μια αχτίδα πέρασε απ’ την κλεισμένη γρίλια,
ξανάρθε ελπίδα ολόγλυκια σαν παγωτό βανίλια!
Bουτάω το τηλεκοντρόλ και τι να δω, Χριστέ μου.....
η Μέρκελ κι’ ο Αλέξης μας σε εκπομπή του.... Θέμου!
Γελάνε, χαριεντίζονται.... Κάναν’ καινούρια αρχή,
κι’ ο Ντράγκι με την κάνουλα ρίχνει ευρώ βροχή!
Συνταξιούχοι βγήκανε στο δρόμο με τραγούδια,
κι’ απολυμένοι υπάλληλοι τους ραίνουν με λουλούδια,
κι’ απάνω που είμ’ έτοιμη να στήσω πανηγύρι,
ήχος στ’ αυτάκια μου στριγκός! Χτυπάει το ξυπνητήρι....


Aπρίλιος 2015
Προϊόν συνεργασίας Κλαυδίας και Φιλίας





Πέμπτη 13 Ιουλίου 2017

ΧΡΟΝΗΣ ΜΙΣΣΙΟΣ

 Ο Μίσσιος υπήρξε εμπνευστής μιας λογοτεχνίας που παρά τον σκληρό κόσμο τον οποίο απεικονίζει, δεν χάνει ποτέ την αισιοδοξία και την πίστη της στις δημιουργικές δυνάμεις του ανθρώπου, ο οποίος είναι ικανός υπό συνθήκες ελευθερίας να ζήσει σε μια δημοκρατία που θα εγγυάται τόσο τα ατομικά δικαιώματα όσο και την ευδαιμονία της κοινότητα.




Στο "Χαμογέλα ρε τι σου ζητάνε;" θα μιλήσει για τη ζωή που δεν ζούμε:
"Όταν συνειδητοποίησα ότι δεν μπορώ να αλλάξω το σύστημα, άρχισα να αγωνίζομαι να μην με αλλάξει αυτό. Αγωνίζομαι να μείνω άνθρωπος. Και αυτό είναι η κορυφαία πολιτική μάχη. Να μπορείς να αποφύγεις τη βαρβαρότητα αυτής της εποχής. Να μπορείς να παραμείνεις άνθρωπος με τρυφερότητα. Με το δικό σου βλέμμα. Η ζωή είναι ένα δώρο που μας δίνεται μία φορά...
Η ζωή μας μια φορά μας δίνεται, άπαξ, που λένε, σαν μοναδική ευκαιρία. Τουλάχιστο μ’αυτήν την αυτόνομη μορφή της δεν πρόκειται να ξαναυπάρξουμε ποτέ. Και μεις τι κάνουμε, ρε αντί να τη ζήσουμε; Τι την κάνουμε; Τη σέρνουμε από δω και από κει δολοφονώντας την… Οργανωμένη κοινωνία, οργανωμένες ανθρώπινες σχέσεις. Μα αφού είναι οργανωμένες, πως είναι σχέσεις; Σχέση σημαίνει συνάντηση, σημαίνει έκπληξη, σημαίνει γέννα συναισθήματος, πως να οργανώσεις τα συναισθήματα…
Έτσι, μ’αυτήν την κωλοεφεύρεση που τη λένε ρολόι, σπρώχνουμε τις ώρες και τις μέρες σα να μας είναι βάρος, και μας είναι βάρος, γιατί δε ζούμε, κατάλαβες; Όλο κοιτάμε το ρολόι, να φύγει κι αυτή η ώρα, να φύγει κι αυτή η μέρα, να έρθει το αύριο, και πάλι φτου κι απ’την αρχή. Χωρίσαμε τη μέρα σε πτώματα στιγμών, σε σκοτωμένες ώρες που θα τις θάβουμε μέσα μας, μέσα στις σπηλιές του είναι μας, στις σπηλιές όπου γεννιέται η ελευθερία της επιθυμίας, και τις μπαζώνουμε με όλων των ειδών τα σκατά και τα σκουπίδια που μας πασάρουν σαν “αξίες”, σαν “ηθική”, σαν “πολιτισμό”.
Κάναμε το σώμα μας ένα απέραντο νεκροταφείο δολοφονημένων επιθυμιών και προσδοκιών, αφήνουμε τα πιο σημαντικά, τα πιο ουσιαστικά πράγματα, όπως να παίξουμε και να χαρούμε μεταξύ μας, να παίξουμε και να χαρούμε με τα παιδιά και τα ζώα, με τα λουλούδια και τα δέντρα, να κάνουμε έρωτα, να απολαύσουμε τη φύση, τις ομορφιές του ανθρώπινου χεριού και του πνεύματος, να κατεβούμε τρυφερά μέσα μας, να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και το διπλανό μας…
Όλα, όλα τα αφήνουμε για το αύριο που δεν θα ‘ρθει ποτέ…
Μόνο όταν ο θάνατος χτυπήσει κάποιο αγαπημένο μας πρόσωπο πονάμε, γιατί συνήθως σκεφτόμαστε πως θέλαμε να του πούμε τόσα σημαντικά πράγματα, όπως πόσο τον αγαπούσαμε, πόσο σημαντικός ήταν για εμάς… Όμως το αφήσαμε για αύριο…
Γιατί η μέρα μας είναι φορτωμένη με οδύνη, αντί να είναι μια περιπέτεια, μια σύγκρουση με τα όρια της ελευθερίας μας..."
Στο "Καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς" θα μας πει:
Αν δεχτούμε ότι αυτό που λέμε ζωή δεν είναι να υπάρχεις σαν το δέντρο, δηλαδή να υπάρχεις μονάχα βιολογικά —δεν ξέρω αν χρησιμοποιώ και σωστά τους όρους, αλλά καταλαβαίνεις τί θέλω να πω— δηλαδή αν τη ζωή μπορούμε να τη μετράμε απλώς με την παραγωγή κάποιων αγαθών και κάποιων υπηρεσιών και με το να καταναλώνουμε κάποια αγαθά και κάποιες υπηρεσίες, τότε πιστεύω πως η ζωή δε θα ’ταν τίποτα άλλο, παρά μια απέραντη πλήξη. Νομίζω πως αυτό που ονομάζουμε ζωή μετριέται μονάχα με τα συναισθήματα που νιώθουμε σαν άνθρωποι, τις συγκινήσεις, τις πίκρες, τις χαρές, τις μικρές ευτυχίες, τις μικρές δυστυχίες, την επιβεβαίωση, τελικά, της ανθρώπινης ουσίας μας.
Πράγματα που θεωρούνται δεδομένα και τα περνάς αδιάφορα, για μένα είναι μικρές και μεγάλες ευτυχίες. Τα θαύματα του κόσμου, που λένε, η όρασή μου με εφήβεια έκπληξη τα ζει και με γεμίζει συναισθήματα. Είμαι βέβαιος πως ένας περίπατος τη νύχτα στους έρημους δρόμους της πόλης, είναι για σένα κάτι πολύ συνηθισμένο, αν όχι βαρετό. Ένας περίπατος στο δάσος, ο θόρυβος της θάλασσας, ένα όμορφο δέντρο, ένα λουλούδι, το κρασί, ο έρωτας... Η επαφή σου με τα πράγματα είναι τυπική, δεν τα πλουτίζεις, δε σε πλουτίζουν, τα ξεπερνάς, δεν τα ζεις. Για μένα, κάθε πρωινό είναι μια έκπληξη, κάθε δειλινό μια νοσταλγία, κάθε νύχτα ένα μεγάλο μυστήριο, ένα ποτήρι κρασί, ένα φιλί. Αλήθεια, ποιες είναι οι επιθυμίες σου; Είσαι «πετυχημένος», ό,τι επιθυμείς το έχεις, είσαι κορεσμένος, άρα γέρος, γιατί ταυτόχρονα δεν μπορείς να τα ξεφορτωθείς όλ’ αυτά. Είσαι ταξινομημένος, δεν μπορείς να πετάξεις, να μπεις στον δρόμο των συναισθημάτων, της φαντασίας, του ονείρου, της επιθυμίας, μιας νέας επαφής σου με τα πράγματα και τους ανθρώπους. Κοίτα, ψάξε λίγο, ο δρόμος σου είναι ο δρόμος που μετατρέπει τον άνθρωπο σε αντικείμενο με βιολογικές ανάγκες... Μη με λυπάσαι, σε παρακαλώ, εγώ θα είμαι πάντα με τις μειοψηφίες, έκθετος πάντα, ποτέ ένθετος..."







Σε συνεντεύξεις του θα μιλήσει και πάλι για την ζωή και τους ανθρώπους που αγωνίζονται να αποφύγουν τη μετάλλαξη:
"Περάσαμε τη βιομηχανική επανάσταση, περάσαμε την επανάσταση την ηλεκτρονική, και το όφελος του ανθρώπου ποιο; Η ποιότητα της ζωής του, το νόημα της ζωής του έχει χαθεί, έχει αλλοτριωθεί! Η ζωή είναι αλλού και ο άνθρωπος ο σημερινός είναι αλλού! Οι περισσότεροι άλλα ζητούν κι άλλα ζούνε, άλλα επιθυμούν και άλλα πραγματοποιούν μέσα στην κοινωνία. Είμαστε πια μια κοινωνία σχιζοφρενών. Από τη μια ένας αφύσικος πολιτισμός και από την άλλη η οντότητά μας σαν άνθρωποι. Είμαστε ψυχασθενείς. Απλώς ο καθένας νομίζει ότι ο άλλος είναι, κι όχι ο ίδιος! Όσο υπάρχουν άνθρωποι -κι αυτοί λιγοστεύουν ολοένα και περισσότερο και αντικαθίστανται από τους μεταλλαγμένους- θα νιώθουν αυτή την ανάγκη μιας διαφορετικής επικοινωνίας.
Σήμερα και σ' αυτόν τον τομέα -και είναι πολύ αισιόδοξο- διάφορες παρέες παίρνουν τα βουνά και προσπαθούν να ζήσουν έξω από το σύστημα. Ακόμα, σε κάποιες περιοχές έχουν καταργήσει και το χρήμα. Εσύ έχεις βγάλει φέτος περισσότερα φασόλια, εγώ έχω πατάτες, ο άλλος έχει λάδι, ο άλλος είναι γιατρός κι αντί για πληρωμή θα του δώσω αυγά ή κοτόπουλο, κλπ. Εγώ είμαι υπέρ της άμεσης δημοκρατίας, υπέρ των μικρών κοινοτήτων, και το μόνο που θα έλεγα σήμερα που η χώρα μας περνάει κρίση, θα 'τανε, "πάρτε τα βουνά, ξαναγυρίστε στα χωριά σας, ξαναγυρίστε στη λίμνη! Ξαναεποικήστε την Ελλάδα!"
Έχουμε μια χώρα η οποία είναι ευλογία Θεού, παράγει τα πάντα! Από βότανα, από τρόφιμα, τα πάντα μπορεί να παράξει. Όμως να αλλάξεις τις πεποιθήσεις σου είναι πολύ δύσκολο. Είναι πάρα πολύ εύκολο να φτιάξεις μια ιδεολογία ή μια θεωρία για την κοινωνία και να καλέσεις τους ανθρώπους να την εφαρμόσουν. Είναι όμως τρομερά δύσκολο, ως ανυπέρβλητο, να ξεπεράσεις το εμπόδιο του εαυτού σου και της κουλτούρας που σου πότισαν από τα γεννοφάσκια σου και τα δεσμά που έχει δέσει γύρω σου το σύστημα.
Γνωρίζω ανθρώπους, οι οποίοι φύγανε και πήγανε στο Πήλιο, ένα από τα πιο παραγωγικά βουνά της Ελλάδας -εκεί και... μπουκάλια να φυτέψεις θα φυτρώσουνε και υπάρχουν κτήματα τα οποία είναι εγκαταλελειμμένα, γεμάτα ελιές, καρυδιές, μηλιές κλπ.- και νοίκιασαν ένα κτήμα, ίσα ίσα για να μην χάσει ο ιδιοκτήτης την κυριότητα, δηλ. με 500 ευρώ το χρόνο, για να καλλιεργούν και να ζουν εκεί, να πουλάν το λάδι και καμιά φορά να βγαίνουν και στην λαϊκή αγορά. Κάποιοι από αυτούς είναι και γιατροί ή δάσκαλοι και διοργανώνουν εκδηλώσεις. Περνάνε όμορφα, με την παρέα τους, με τα οργανάκια τους, κάθε άνοιξη συγκεντρώνουν τις εμπειρίες τους, για το πως π.χ. γίνεται το μελιτζανάκι τουρσί, τα καρύδια γλυκό, πώς από το λάδι γίνεται το σαπούνι, πώς χτίζουν σπίτια με αχυρόμπαλες κλπ., διάφορες γνώσεις, γιατί όλοι τους είναι και πολύ ενδιαφέροντες άνθρωποι και έχουν κυνηγήσει αυτήν τη γνώση, η οποία είναι πολύτιμη. Με την τεχνολογία, έχουμε χάσει πολύτιμες γνώσεις από την εμπειρία του ανθρώπου, που εξασφάλισαν την επιβίωσή του στον πλανήτη για εκατομμύρια χρόνια. Σήμερα η γνώση μας έρχεται απ' το μέλλον, δεν έρχεται από το παρελθόν!
Μετά τον θάνατό του, η γυναίκα του, έγραψε ένα κείμενο που είχε τίτλο "Άλλος δρόμος για να περάσει η άνοιξη δεν υπάρχει.."
Σε αυτό αναφέρει δυο λόγια για τον εραστή της κοινωνικής δικαιοσύνης:
Τι θα 'θελα, λοιπόν, να πω στους νέους:
• Να μη φοβούνται τα όνειρά τους.
• Να μην τσιγκουνεύονται την αγάπη - γιατί και η αγάπη έχει κόστος.
• Να εμπιστεύονται τη δύναμή τους, κι ακόμη να ξέρουν πως:
– Η φιλοπατρία δεν αντιστρατεύεται τον διεθνισμό, δηλαδή τη συνεργασία των λαών.
– Τον διεθνισμό τον αντιστρατεύεται η παγκοσμιοποίηση που εξαθλιώνει τους λαούς τον έναν μετά τον άλλο, προς δόξαν του κεφαλαίου και των πολυεθνικών.
– Η φιλοπατρία είναι άλλο και άλλο η πατριδοκαπηλία και ο μιλιταρισμός. Οποιος αγαπά την πατρίδα του δεν σημαίνει πως πρέπει να μισεί τις πατρίδες των άλλων ανθρώπων.
– Τέλος, πατρίδα όλων των πατρίδων είναι ο πλανήτης μας και το περιβάλλον, όπου κανένα σύνορο δεν ισχύει και όπου η ευεργεσία ή η απειλή είναι τα μόνα που ισχύουν για όλους, δικαίους και αδίκους.
Κάτι που ο Χρόνης Μίσσιος θα το πει έτσι:
"Πιστεύω ότι ο μόνος δρόμος, η τελευταία έξοδος προς την ελευθερία του ανθρώπου και του πλανήτη είναι η ολιστική οικολογική φιλοσοφία, σκέψη, πράξη και συμπεριφορά. Η οικολογία ούτε φέρει ούτε εδραιώνει καμία εξουσία, αντίθετα την καθιστά άχρηστη. Είναι μια επανάσταση αυτογνωσίας, μια επανάσταση ανθρώπινης συνείδησης. Δεν είναι μια “πίστη” σε μια ιδεολογία αλλά μια καθημερινή πρακτική για να επανασυνδέσουμε τη λογική με τις αισθήσεις, να απελευθερώσουμε τη συμπαντική μας ιδιαιτερότητα. Να αναγνωρίσουμε τη διαφορετικότητα, την αυταξία και την αναγκαιότητα του συνόλου της ζωής. Είναι ένας δρόμος επαναπροσέγγισης του κόσμου που μας περιβάλλει, ένας δρόμος στην αναζήτηση της χαράς αντί της αγωνίας. Έχουμε ανάγκη να ξαναβρούμε την προσωπική μας αισθητική, τα προσωπικά μας μονοπάτια, του έρωτα, της αγάπης και της τρυφερότητας, το άρωμα του κόσμου και της ύπαρξής μας.."
Στο βιβλίο του "Το κλειδί είναι κάτω από το γεράνι" θα μας μιλήσει και για τον έρωτα:
"Πολλές φορές είναι γλυκύτερο να προσδοκάς τον έρωτα, παρά να τον ζεις. Κοίτα με πόση ομορφιά μάς πλούτισε η γνωριμία μας. Σου ‘δωσα το γάλα της ψυχής μου, μου ‘δωσες τον πόνο σου, αγάπη. Ένα πάρε-δώσε σε πεδία όπου οι επικοινωνίες ήταν κομμένες και μας ένωσαν τα αιώνια και άγνωστα. Εκείνοι οι γαλαξίες των συναισθημάτων.."
 
Η  Καβάλα,  είναι η πόλη που γεννήθηκε ο Χρόνης Μίσσιος, συγγραφέας, λογοτέχνης, ακτιβιστής, αγωνιστής. Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε φυλακές και εξορίες ενώ το 1947 είχε καταδικαστεί σε θάνατο. Ο συγγραφέας τού «Καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς» και του «Χαμογέλα ρε, τι σου ζητάνε;» παρέμεινε μέχρι την τελευταία του πνοή ένα ανυπότακτο πνεύμα που ονειρευόταν την κοινωνική δικαιοσύνη. Έφυγε το 2012.